Πλειάδες — Pleiads masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειάδες ή Πούλια — (Αστρον.). Αστρικό άθροισμα στον αστερισμό του Ταύρου, που αποτελείται από σημαντικό πλήθος αστέρων. Ένας παρατηρητής με κανονική όραση μπορεί να διακρίνει έξι, ο Οβίδιος όμως αναφέρει ήδη την παρουσία έβδομου αστέρα. Ένα άτομο με οξεία όραση… … Dictionary of Greek
Πλειάδας — Πλειάδες Pleiads masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειάδων — Πλειάδες Pleiads masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειάσι — Πλειάδες Pleiads masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειάσιν — Πλειάδες Pleiads masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πληιάδας — Πλειάδες Pleiads masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πληιάδες — Πλειάδες Pleiads masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πληιάδεσσιν — Πλειάδες Pleiads masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πληιάδων — Πλειάδες Pleiads masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)